- βληστρίζω
- βληστρίζω (Α)φρ. «βληστρίζω ἐμαυτόν» — ρίχνομαι εδώ κι εκεί, παραδέρνω.[ΕΤΥΜΟΛ. < (αμάρτ.) *βλήστρον < (ρίζα) βλη- τού βάλλω + (επίθημ.) -τρον (βλ. αμφίβληστρον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βληστρίζει — βληστρίζω toss about pres ind mp 2nd sg βληστρίζω toss about pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐβλήστριζον — βληστρίζω toss about imperf ind act 3rd pl βληστρίζω toss about imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζεσθαι — βληστρίζω toss about pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζοντες — βληστρίζω toss about pres part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζωνται — βληστρίζω toss about pres subj mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βληστρίζοντ' — βληστρίζοντα , βληστρίζω toss about pres part act neut nom/voc/acc pl βληστρίζοντα , βληστρίζω toss about pres part act masc acc sg βληστρίζοντι , βληστρίζω toss about pres part act masc/neut dat sg βληστρίζοντι , βληστρίζω toss about pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)